- ὁλήμερος
- ὁλήμερος, ον,A working the whole day, ἄνδρες prob. in BGU513.17 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολήμερος — η, ο (Α ὁλήμερος, ον) βλ. ολοήμερος … Dictionary of Greek
ολοήμερος — και ολήμερος, η, ο (Α ὁλοήμερος και ὁλήμερος, ον) 1. αυτός που διαρκεί όλη μέρα 2. αδιάκοπος, συνεχής αρχ. αυτός που εργάζεται όλη την ημέρα («ὁλοήμεροι ποταμῑται», πάπ.). επίρρ... ολοήμερα (Μ ὁλοημέρως) 1. καθ όλη τη διάρκεια τής ημέρας, όλη την … Dictionary of Greek
ολημεριάζω — και ολημερίζω και λημεριάζω [ολήμερος] 1. περνώ όλη την ημέρα μου κρυμμένος σε απόκρυφο τόπο, σε λημέρι, κάνω λημέρι, μένω σε λημέρι 2. περνώ κάπου άσκοπα και χωρίς λόγο την ημέρα μου, τεμπελιάζω … Dictionary of Greek